- μηδεπώποτε
- μηδεπώποτε (Α)επίρρ. ποτέ ώς τώρα, ποτέ ακόμη ώς τώρα («καὶ τῶν μηδεπώποτ' ἰδόντων ἐμέ», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + πώποτε «ποτέ ώς τώρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηδεπώποτε — never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδεπώποθ' — μηδεπώποτε , μηδεπώποτε never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδεπώποτ' — μηδεπώποτε , μηδεπώποτε never yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)